- μαραζιάρικος
- η , ο1) слабый, хилый, чахлый; 2) ноющий, стонущий; меланхолического склада (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαραζιάρικος — η, ο [μαραζιάρης] μαραζιάρης … Dictionary of Greek
μαραζιάρικος — η, ο ο μαραζιάρης, ο μαραζιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)